- συνεπιψεύδομαι
- Α[ἐπιψεύδομαι]ψεύδομαι κι εγώ για κάτι όπως και κάποιος άλλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπιψεύδεσθαι — συνεπιψεύδομαι join in lying pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιψεύσασθαι — συνεπιψεύδομαι join in lying aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιψεύσονται — συνεπιψεύδομαι join in lying fut ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)